- μορφάεις
- μορφάωpres ind act 2nd sg (epic)μορφάζωgesticulatefut ind act 2nd sg (epic)μορφά̱εις , μορφήειςformedmasc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μορφήεις — και δωρ. τ. μορφάεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει μορφή, σχήμα 2. πλασμένος καλά, σχηματισμένος με τέλειο τρόπο, όμορφος, καλοσχηματισμένος («ἰδεῑν μορφάεις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + κατάλ. ήεις (πρβλ. οπλ ήεις)] … Dictionary of Greek